Ads Area

Εργασιακά - Έρευνα: 6 στους 10 δεν επιβιώνει με τον μισθό του, 1 στους 5 φοβάται ότι θα απολυθεί

Τι αποκαλύπτει έρευνα του ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς» και της Prorata για τις στάσεις και τις εμπειρίες των Ελλήνων εργαζομένων.



Οι εμπειρίες, αλλά και οι απόψεις των εργαζομένων, πάνω σε επιμέρους πτυχές της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα καταγράφονται για δεύτερη χρονιά στην έρευνα «Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα. Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας για το 2021», που πραγματοποιεί το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς σε συνεργασία με την εταιρία Prorata.

Τα στοιχεία της έρευνας καταδεικνύουν την εντεινόμενη ανασφάλεια των εργαζομένων, τη δυσαρέσκειά τους για το ύψος του μισθού τους - που δεν τους επιτρέπει να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους - αλλά και την αρνητική τους στάση απέναντι στις νέες ρυθμίσεις διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου.

Ένας στους πέντε φοβάται ότι θα χάσει τη δουλειά του
Στην ερώτηση «πόσο πιθανό θεωρείτε να χάσετε τη δουλειά - ή να μην ανανεωθεί η σύμβαση- από την οποία κερδίζετε το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού σας εισοδήματος μέσα στον επόμενο ένα χρόνο;», το 22,2% των εργαζομένων χαρακτήρισε το ενδεχόμενο πολύ ή αρκετά πιθανό.

Η μεγαλύτερη ανασφάλεια εντοπίζεται, όπως είναι προσφανές, μεταξύ των απασχολούμενων με «μπλοκάκι» (55,9%) και δευτερευόντως στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.

Υπέρ των συμφερόντων των εργοδοτών ο «νόμος Χατζηδάκη» για τον εργάσιμο χρόνο
Σε ό,τι αφορά τον «νόμο Χατζηδάκη» (ν. 4808/2021) και συγκεκριμένα τη διάταξη περί διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου - σύμφωνα με την οποία εργοδότης και εργαζόμενος μπορούν να συμφωνούν ότι για την εργασία πέραν του 8ώρου ο εργαζόμενος θα λαμβάνει επιπλέον χρόνο ανάπαυσης αντί χρηματικής αμοιβής - η πλειοψηφία των ερωτώμενων εξέφρασαν την εκτίμηση πως αυτή είναι προς το συμφέρον των εργοδοτών.

Η πλειοψηφία των εργαζομένων υποστήριξε, παράλληλα, ότι θα υπάρξει σειρά αρνητικών επιπτώσεων (αύξηση συνολικού χρόνου εργασίας, μείωση εισοδήματος, διατάραξη προσωπικής και οικογενειακής ζωής κ.λπ.).

Το δίλημμα «ευελιξία ή εκμετάλλευση» τέθηκε και με αφορμή την τάση μετατροπής των μισθωτών σε τυπικά ελεύθερους επαγγελματίες, είτε μέσω της εργασίας σε ψηφιακές πλατφόρμες (π.χ. Uber, Wolt, E-food κ.ά.) είτε ως απασχολούμενων με «μπλοκάκι». Η συντριπτική πλειοψηφία (83,3%) απάντησε ότι βλέπει την τάση αυτή αρνητικά, σημειώνοντας πως οι εργοδότες βρίσκουν ευκαιρία να απαλλάσσονται από υποχρεώσεις που έχουν βάσει του εργατικού δικαίου (τήρηση ωραρίου, καταβολή μισθού, μέτρα ασφάλειας και υγείας στην εργασία, χορήγηση αδειών, αποζημίωση σε εργατικά ατυχήματα, παροχή εξοπλισμού κ.λπ.).

Έξι στους δέκα εργαζόμενους δεν μπορούν να τα βγάλουν με τον μισθό τους
Αναφορικά με το ύψος των αποδοχών τους, ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό (60,4%) των ερωτώμενων απάντησε πως δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του αποκλειστικά με το μισθό του, ενώ μόλις ένας στους τέσσερις εκτιμά πως οι αποδοχές του είναι αντάξιες της ποσότητας και του είδους της εργασίας που προσφέρει.

Η μεγάλη πλειοψηφία, μάλιστα, δεν αναμένει καμία αξιόλογη βελτίωση της κατάστασης, καθώς οι περισσότεροι (40,2%) εκτιμούν ότι ο μισθός τους θα παραμείνει στάσιμος, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία (91,3%) απάντησε ότι οι μισθοί είναι χαμηλοί και πρέπει να αυξηθούν.

Ως προς το ύψος του κατώτατου μισθού, τέλος,  φαίνεται πως υπάρχει μια οριζόντια συμφωνία ότι αυτός είναι πολύ χαμηλός και ανεπαρκής.

Μόνο ένας στους πέντε εργαζόμενους καταγγέλλει εργοδοτικές αυθαιρεσίες
Στην ερώτηση σχετικά με τα περιστατικά παραβάσεων από την πλευρά του εργοδότη, ένας στους τρεις δήλωσε πως έχει υποστεί τέτοιου είδους συμπεριφορά, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τις καταγγελίες που άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας για φαινόμενα σεξιστικής συμπεριφοράς, σεξουαλικής παρενόχλησης ή βίας σε χώρους εργασίας, καθώς και για άλλα φαινόμενα κακοποίησης/παρενόχλησης στην εργασία (mobbing).

Αυθαρεσίες σημειώνονται δευτερόντως και στο πεδίο του συλλογικού εργατικού δικαίου (δικαίωμα στην απεργία, στον συνδικαλισμό).

Από το σύνολο όσων δήλωσαν ότι έχουν υποστεί τουλάχιστον μία από τις παραπάνω συμπεριφορές από τον εργοδότη τους κατά τον τελευταίο ένα χρόνο, μόνο ένας/μία στους πέντε (21,5%), ωστόσο, δήλωσε ότι κατήγγειλε τον εργοδότη του/της είτε θεσμικά (ΣΕΠΕ, συνδικάτο κ.λπ.) είτε με άλλο τρόπο δημόσια (π.χ. ΜΜΕ ή social media).

Οι υπόλοιποι ανέφεραν ως λόγους μη καταγγελίας το ότι γνώριζαν ότι πολύ δύσκολα θα δικαιωθούν (35,2%) αλλά και πως ήθελαν να προστατεύσουν την «καλή φήμη» τους (14,6%).

Αναφορικά με το συνδικαλισμό, οι ερωτώμενοι αναγνώρισαν την αξία των συνδικάτων για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, αν και εξέφρασαν κριτική ως προς τις συνδικαλιστικές ηγεσίες και ζήτησαν περισσότερες και αυξημένες διεκδικήσεις, αλλά και νέες εναλλακτικές μορφές κινητοποιήσεων.